- υπαρκτικος
- ὑπαρκτικός31) существующий в себе, т.е. действительный, реальный
(τέχνη Sext.)
2) грам. существительныйὑπαρκτικὸν ῥῆμα — имя существительное
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέχνη Sext.)
ὑπαρκτικὸν ῥῆμα — имя существительное
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπαρκτικός — ή, ό / ὑπαρκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη 2. φρ. «υπαρκτικά ρήματα» γραμμ. ρήματα που δηλώνουν ύπαρξη, όπως είναι λ.χ. τα είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι αρχ. αυτός που υπάρχει, πραγματικός («ὑπαρκτικὴν εἶναι… … Dictionary of Greek
υπαρκτικός — ή, ό 1. που πραγματικά υπάρχει. 2. (γραμμ.), που δηλώνει ύπαρξη: Υπαρκτικά ρήματα (είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι κτό.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπαρκτικά — ὑπαρκτικός expressing existence neut nom/voc/acc pl ὑπαρκτικά̱ , ὑπαρκτικός expressing existence fem nom/voc/acc dual ὑπαρκτικά̱ , ὑπαρκτικός expressing existence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικῶν — ὑπαρκτικός expressing existence fem gen pl ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικόν — ὑπαρκτικός expressing existence masc acc sg ὑπαρκτικός expressing existence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικοῖς — ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικοῦ — ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικῆς — ὑπαρκτικός expressing existence fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτική — ὑπαρκτικός expressing existence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικήν — ὑπαρκτικός expressing existence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαρκτικῷ — ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)