υπαρκτικος

υπαρκτικος
    ὑπαρκτικός
    3
    1) существующий в себе, т.е. действительный, реальный
    

(τέχνη Sext.)

    2) грам. существительный
    

ὑπαρκτικὸν ῥῆμα — имя существительное


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπαρκτικος" в других словарях:

  • υπαρκτικός — ή, ό / ὑπαρκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύπαρξη 2. φρ. «υπαρκτικά ρήματα» γραμμ. ρήματα που δηλώνουν ύπαρξη, όπως είναι λ.χ. τα είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι αρχ. αυτός που υπάρχει, πραγματικός («ὑπαρκτικὴν εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • υπαρκτικός — ή, ό 1. που πραγματικά υπάρχει. 2. (γραμμ.), που δηλώνει ύπαρξη: Υπαρκτικά ρήματα (είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι κτό.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαρκτικά — ὑπαρκτικός expressing existence neut nom/voc/acc pl ὑπαρκτικά̱ , ὑπαρκτικός expressing existence fem nom/voc/acc dual ὑπαρκτικά̱ , ὑπαρκτικός expressing existence fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικῶν — ὑπαρκτικός expressing existence fem gen pl ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικόν — ὑπαρκτικός expressing existence masc acc sg ὑπαρκτικός expressing existence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικοῖς — ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικοῦ — ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικῆς — ὑπαρκτικός expressing existence fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτική — ὑπαρκτικός expressing existence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικήν — ὑπαρκτικός expressing existence fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαρκτικῷ — ὑπαρκτικός expressing existence masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»